- στρατωνίζω
- μετ. помещать в казарме; ставить на постой, размещать, расквартировывать;
στρατωνίζομαι — помещаться в казарме; — становиться, размещаться на постой, квартировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρατωνίζομαι — помещаться в казарме; — становиться, размещаться на постой, квартировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρατωνίζω — Ν 1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνες ή σε άλλα παρόμοιου είδους οικήματα 2. παθ. στρατωνίζομαι εγκαθίσταμαι σε κατάλυμα ως στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Επαμ. Σταματιάδη] … Dictionary of Greek
στρατωνίζω — ισα 1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνα: Εκείνη τη μέρα τους στρατώνισαν πρόχειρα. 2. το μέσ., στρατωνίζομαι στρατωνίστηκα, στρατωνισμένος, μένω σε στρατώνα, περνώ τη νύχτα κάπου: Στρατωνίστηκαν στα σπίτια ενός εγκαταλειμμένου χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατωνισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατωνίζω και στρατωνίζομαι, εξασφάλιση στέγης σε στρατεύματα, εγκατάσταση στρατιωτών σε στρατώνες 2. το σύνολο τών καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαμονή στρατεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατών(ας)… … Dictionary of Greek